- όαρ
- ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α)1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαραςγάμους, οἱ δὲ γυναῑκας».[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις οποίες καμία δεν θεωρείται βέβαιη. Ενώ υπάρχει σύγκλιση απόψεων ως προς το ότι η λ. είναι σύνθετη με α' συνθετικό πρόθημα ὀ- «μαζί» (βλ. λ. ὀ-[Ι] και ὀ[II]), αμφισβητείται η προέλευση τού β' συνθετικού. Πιθανές ετυμολογήσεις: α) θ. αρ- τού ἀραρίσκω «συνάπτω, προσαρμόζω»β) το ρ. εἴρω «διαπερνώ, προσκολλώ, προσάπτω»γ) το ρ. ἀείρω (ΙΙ) «προσκολλώ, ζευγαρώνω»δ) η συνεσταλμένη βαθμίδα *sŗ IE τ. *sōr «γυναίκα» (πρβλ. λατ. uxor «σύζυγος», soror «αδελφή») που απαντά στο αβεστ. hāirišī «γυναίκα, θηλυκό». Άλλοι ωστόσο αμφισβητούν έντονα την ύπαρξη ΙΕ τ. *sōr και συνδέουν τη λ. ὄαρ με αμάρτυρο χετιττ. τ. *-asar «γυναίκα» και αβεστ. hāirišī, ανάγοντάς τα σε ΙΕ ρίζα *nser- / nsr-. Άλλοι, τέλος, πιστεύουν ότι πρόκειται για δάνεια προελληνική λέξη, στηριζόμενοι σ' έναν κάπως διαφορετικό (με F) τ. τής Μυκηναϊκής *wo-ar (πρβλ. δάμ-αρ). Κατά την ίδια άποψη, η λ. ὄαρ μαρτυρείται χωρίς -F-, επειδή πολύ σύντομα το δίγαμα εξασθένησε προ τού -ο. Η λ. ὄαρ παρουσιάζει και σημασιολογικά προβλήματα αναφορικά προς το ρ. ὀαρίζω «γλυκομιλώ, ερωτοτροπώ, συναναστρέφομαι με οικειότητα, που φέρεται ως παραγωγό της. Άλλοι θεωρούν ότι η σημ. τού ὄαρ «σύζυγος, σύντροφος» εξελίχθηκε στο ὀαρίζω και τα παράγωγα του στη σημ. «συναναστρέφομαι με γυναίκα, συντροφεύω» (απ' όπου οι σημ. «γλυκομιλώ, ερωτοτροπώ), ενώ κατ' άλλους δεν υπάρχει καμία σύνδεση μεταξύ τών ὄαρ και ὀαρίζω. Η λ. ὄαρ, δηλωτική τής γυναίκας συζύγου, καθώς και ο ερωτικός χρωματισμός τής σημ. τού ὀαρίζω και τών παραγώγων του έπαψαν να χρησιμοποιούνται από πολύ νωρίς].
Dictionary of Greek. 2013.